- ἄνομα
- ἄνομοςlawlessneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὠνομάσας — ἀνομά̱σᾱς , ἀνά ὀμάζω growl fut part act fem acc pl (doric) ἀνομά̱σᾱς , ἀνά ὀμάζω growl fut part act fem gen sg (doric) ἀνομάσᾱς , ἀνά ὀμάζω growl aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομάσαι — ἀνομά̱σᾱͅ , ἀνά ὀμάζω growl fut part act fem dat sg (doric) ἀνά ὀμάζω growl aor inf act ἀνομάσαῑ , ἀνά ὀμάζω growl aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνομος — η, ο (AM ἄνομος, ον) (για πρόσωπα) 1. αυτός που δεν τηρεί τους νόμους, άδικος, παράνομος 2. (για πράγματα) α) ασεβής, μιαρός, φαύλος β) αυτός που γίνεται παράνομα, άδικος αρχ. 1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα άνομα παράνομες πράξεις, ανομίες 2 … Dictionary of Greek
έννομος — η, ο (AM ἔννομος, ον) ο καθορισμένος από τον νόμο, αυτός που ακολουθεί τον νόμο, που είναι σύμφωνος με τον νόμο, νόμιμος (α. «έννομη τάξη» β. «ἔννομα γὰρ πείσονται» θα υποστούν τα νόμιμα, Θουκ.) αρχ. 1. αυτός που τηρεί τους νόμους, που δεν… … Dictionary of Greek
αθεμιστώ — ἀθεμιστῶ ( έω) (Α) [ἀθέμιστος] πράττω άνομα έργα, παρανομώ, αδικώ … Dictionary of Greek
διαβολοσκόρπισμα — το 1. αυτό που εξαφανίζεται, που εξανεμίζεται 2. παροιμ. «ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα» χάνονται, σκορπίζονται αυτά που άνομα αποκτήθηκαν … Dictionary of Greek
ηρωδιάζω — ἡρωδιάζω (Μ) [Ηρώδης] διαπράττω άνομα έργα όπως ο Ηρώδης … Dictionary of Greek
κακομηχανώ — κακομηχανῶ, έω, και άω (Α) [κακομήχανος] επινοώ κακά, άνομα πράγματα, εφευρίσκω τρόπους για να βλάψω, για να επιφέρω συμφορά … Dictionary of Greek
καταρχαιρεσιάζω — (Α) 1. νικώ κάποιον στις εκλογές, ιδίως με άνομα μέσα 2. παθ. καταρχαιρεσιάζομαι διαφθείρομαι με δώρα, δεκάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρχαιρεσιάζω (< ἀρχαιρεσία «συνέλευση για εκλογή αρχών»)] … Dictionary of Greek
κεστρεύς — κεστρεύς, ὁ (Α) 1. θαλάσσιο ψάρι, αλλ. νῆστις*, επειδή είχε πάντοτε το στομάχι κενό («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», Αριστοτ.) 2. ως σκωπτικό παρωνύμιο διαρκώς πεινασμένου ατόμου 3. παροιμ. «κεστρεὺς νηστεύει» για τίμιους άνδρες που… … Dictionary of Greek